αδιόρατος

αδιόρατος
-η, -ο (Α ἀδιόρατος, -ον) [διορῶ]
αυτός που δεν διακρίνεται, αφανής, αθέατος
νεοελλ.
αυτός που διακρίνεται με δυσκολία, δυσδιάκριτος, αμυδρός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀδιόρατος — not to be seen through masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιόρατος — η, ο αυτός που δύσκολα φαίνεται: Στο πρόσωπό του απλωνόταν μια αδιόρατη θλίψη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδιόρατα — ἀδιόρατος not to be seen through neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιάγνωστος — η, ο (Α ἀδιάγνωστος, ον) [διαγιγνώσκω] 1. αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να διαγνωσθεί, να κατανοηθεί εύκολα 2. ο δυσδιάκριτος, αδιόρατος, ο υποθετικός …   Dictionary of Greek

  • Πορτογαλία — Κράτος της Νοτιοδυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α με την Ισπανία, ενώ στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό Ωκεναό.H πορτογαλική Δημοκρατία αποτελείται από την κυρίως Πορτογαλία, το αρχιπέλαγος των Aζορών και το νησί Mαδέρα, που έχουν συνολική έκταση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”